φασκία — φασκίᾱ , φασκία fascia fem nom/voc/acc dual φασκίᾱ , φασκία fascia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκίᾳ — φασκίᾱͅ , φασκία fascia fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκία — ἡ, ΜΑ βλ. φασκιά … Dictionary of Greek
φασκιά — η (λ. λατ.), πλατιά λουρίδα υφάσματος για το σπαργάνωμα των βρεφών, επίδεσμος: Τύλιξε το παιδί με τις φασκιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φασκίας — φασκίᾱς , φασκία fascia fem acc pl φασκίᾱς , φασκία fascia fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκίαι — φασκίᾱͅ , φασκία fascia fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκίαν — φασκίᾱν , φασκία fascia fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκιῶν — φασκία fascia fem gen pl φασκιόω fascia pres part act masc voc sg (doric aeolic) φασκιόω fascia pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φασκιόω fascia pres part act masc nom sg φασκιόω fascia pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκίαις — φασκία fascia fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκίδιον — τὸ, Μ [φασκία] υποκορ. τ. τού φασκία … Dictionary of Greek